Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·
Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ᾖρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.